- παρακούσματα
- παράκουσμαthing heard amissneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παράκουσμα — τὸ, ΝΑ [παρακούω] λαθεμένη ακουστική αντίληψη, εσφαλμένο άκουσμα αρχ. 1. ψεύτικη διήγηση 2. (για φιλοσ. δοξασίες) αμφίβολος λόγος 3. στον πληθ. τὰ παρακούσματα οι παρανοήσεις που οφείλονται σε ελαττωματική ακοή … Dictionary of Greek